Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γόβα

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source

Spanish (DGE)

sent. dud., quizá trad. del hebr. ’arbeh, langosta Al.Le.11.22.

Greek Monolingual

η
γυναικείο υπόδημα, ανοιχτό επάνω ώστε να καλύπτει μόνο το μετατάρσιο, με τακούνι, χωρίς κορδόνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (βενετ.) goba].