τακούνι

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

Greek Monolingual

και ντακούνι, το, Ν
το ψηλότερο και πίσω μέρος της σόλας τών παπουτσιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. taccone].