δέξιος
From LSJ
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
Greek Monolingual
-α, -ο
ο δεξιός, ο επιδέξιος, ο επιτήδειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός, ο αναβιβασμός του τόνου πιθ. από επίδραση του επιδέξιος].
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
-α, -ο
ο δεξιός, ο επιδέξιος, ο επιτήδειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός, ο αναβιβασμός του τόνου πιθ. από επίδραση του επιδέξιος].