δήπουθε

From LSJ

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520

French (Bailly abrégé)

v. δήπουθεν.

Greek Monolingual

δήπουθε και δήπουθεν (αοριστολ. επίρρ. όμοιο κατά πολύ προς το δήπου, ιδιαίτερα προ φωνήεντος) (Α)
βεβαίως, ασφαλώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήπου + (επιρρ. κατάλ.) -θε(ν)].