δίγραμμος

From LSJ

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source

Spanish (DGE)

-ον de dos trazos de la letra Γ Sch.D.T.318.4.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM -ος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που αποτελείται από δύο γραμμές
μσν.-αρχ.
αυτός που αποτελείται από δύο γράμματα.