δαιμονιάζομαι
From LSJ
Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein
English (LSJ)
= δαιμονίζομαι III, PMag.Par.1.3007.
Spanish (DGE)
estar poseído por un espíritu δαιμονιαζομένους καθαρίζων A.Paul.ue.12S., πρὸς δαιμονιαζομένους PMag.4.3007, PAnt.66.17 (V d.C.).