δαιμονολάτρης
From LSJ
Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich
Greek Monolingual
ο (Μ δαιμονολάτρης)
όποιος λατρεύει τον δαίμονα ή τους δαίμονες
μσν.
ο ειδωλολάτρης.