δαιμονολάτρης

From LSJ

Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich

Menander, Monostichoi, 176

Greek Monolingual

ο (Μ δαιμονολάτρης)
όποιος λατρεύει τον δαίμονα ή τους δαίμονες
μσν.
ο ειδωλολάτρης.