δαιμονομαχία

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236

Greek Monolingual

δαιμονομαχία, η (Μ)
η καταπολέμηση τών δαιμόνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαίμων (-ονος) + -μαχία < -μαχος < μάχομαι.