καταπολέμηση
From LSJ
Greek Monolingual
η (AM καταπολέμησις) καταπολεμώ
1. καθυπόταξη με πόλεμο, κατανίκηση, υπερίσχυση, επικράτηση πάνω σε κάποιον ή κάτι («καταπολέμηση του εχθρού»)
2. ενέργεια ενάντια σε κάποιον ή σε κάτι, αγώνας για καταστολή ή εξόντωσή του (α. «καταπολέμηση του νέφους» β. «καταπολέμηση της ξηρασίας»).