δαιμονομαχία
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
Greek Monolingual
δαιμονομαχία, η (Μ)
η καταπολέμηση τών δαιμόνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαίμων (-ονος) + -μαχία < -μαχος < μάχομαι.