δακρύδιο

From LSJ

πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves

Source

Greek Monolingual

το (Α δακρύδιον)
μικρό δάκρυ
νεοελλ.
1. το σημείο συναντήσεως της πίσω δακρυϊκής ακρολοφίας και της μετωποδακρυϊκής ραφής
2. γένος κωνοφόρων φυτών
3. γένος μυτιλιδών μαλακίων
αρχ.
γαλακτώδες υγρό από το φυτό σκαμμωνία το οποίο χρησίμευε ως καθαρτικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό της λ. δάκρυ].