δακτυλοθεσία

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252

Greek Monolingual

η (Α δακτυλοθεσία)
νεοελλ.
1. μουσ. ο δακτυλισμός
2. μουσ. ο αριθμός που σημειώνεται πάνω από τον μουσικό φθόγγο για να δείξει το δάχτυλο που θα χρησιμοποιήσει ο εκτελεστής
αρχ.
η παροχή βοήθειας.