δακτυλοθεσία
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
η (Α δακτυλοθεσία)
νεοελλ.
1. μουσ. ο δακτυλισμός
2. μουσ. ο αριθμός που σημειώνεται πάνω από τον μουσικό φθόγγο για να δείξει το δάχτυλο που θα χρησιμοποιήσει ο εκτελεστής
αρχ.
η παροχή βοήθειας.