δασύλλιο

From LSJ

Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst

Menander, Monostichoi, 103

Greek Monolingual

το
μικρό δάσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + (κατάλ.) -ύλλιο].