δεδράμηκα

From LSJ

Ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain

Sophocles, Antigone, 221-2

Greek Monotonic

δεδράμηκα: παρακ. του τρέχω· επίσης δέδρομα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεδράμηκα indic. perf. van τρέχω.