δεδράμηκα

From LSJ

Τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει μάτην → Ne tu labores frustra in iis, quae nil iuvant → Müh nicht umsonst mit dem, was dir nichts nützt, dich ab

Menander, Monostichoi, 508

Greek Monotonic

δεδράμηκα: παρακ. του τρέχω· επίσης δέδρομα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεδράμηκα indic. perf. van τρέχω.