δειπνοποιώ
From LSJ
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
Greek Monolingual
δειπνοποιῶ (-έω) (Α) δειπνοποιός
1. προετοιμάζω το δείπνο
2. δειπνοποιούμαι
δειπνώ.
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
δειπνοποιῶ (-έω) (Α) δειπνοποιός
1. προετοιμάζω το δείπνο
2. δειπνοποιούμαι
δειπνώ.