δεκάεδρος

From LSJ

Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art

Menander, Monostichoi, 485

Greek Monolingual

-ο
1. αυτός που έχει δέκα έδρες
2. (γεωμ.) το ουδ. ως ουσ. δεκάεδρο
στερεό σώμα με δέκα έδρες.