δεκέμβριος
From LSJ
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
Greek (Liddell-Scott)
δεκέμβριος: -α, -ον, τοῦ δεκεμβρίου, πρὸ εἰδῶν δεκεμβρίων, Διον. Ἁλ. 6, 89· εἰδοῖς δεκεμβρίαις Ἰώσηπ. Ι. Α. 14. 8, 5, Πλούτ. Ἠθ. 287Α· ὁ δεκέμβριος (μὴν) Διον. Ἁλ. 8, 55. 11, 63, Πλούτ. Ἠθ. 268Α καὶ ἄλλοι.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de décembre ; ὁ δεκέμβριος μήν, ou simpl. ὁ δεκέμβριος le mois de décembre, 10ᵉ mois du calendrier romain (mars étant le 1er).
Étym. lat. december.