δεκαδούχος

From LSJ

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189

Greek Monolingual

δεκαδοῦχος, ο (Α)
ένας από τους δέκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεκάς (-άδος) + -ουχος < έχω].