δεκαδούχος

From LSJ

σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails

Source

Greek Monolingual

δεκαδοῦχος, ο (Α)
ένας από τους δέκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεκάς (-άδος) + -ουχος < έχω].