σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
δεκαδοῦχος, ο (Α)ένας από τους δέκα.[ΕΤΥΜΟΛ. < δεκάς (-άδος) + -ουχος < έχω].