δεκαετηρίδα

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348

Greek Monolingual

και δεκαετηρίς, η (AM δεκαετηρίς) δεκαέτηρος
1. δεκαετία, περίοδος δέκα ετών
2. επέτειος συμπληρώσεως δέκα ετών κάποιου αξιόλογου γεγονότος
αρχ.
γιορτή που τελείται ανά δεκαετία.