δεκαμελής

From LSJ

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source

Greek Monolingual

-ές
αυτός που αποτελείται από δέκα μέληδεκαμελής επιτροπή», «δεκαμελές συμβούλιο»).