δεματικόν

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

German (Pape)

[Seite 545] τό, Bündel, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

δεματικόν: τό, δέσμη, Γεωπον.