δενδραίος

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67

Greek Monolingual

δενδραῖος, -α, -ον (Α) δένδρον
όποιος παράγεται ή προέρχεται από δένδρο.