δενδρολατρία

From LSJ

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source

Greek Monolingual

και δενδρολατρεία, η
1. η υπερβολική αγάπη για τα δένδρα
2. η λατρεία τών δένδρων ως ιερών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. γερμ. Baumkultus). Η λ. δενδρολατρεία μαρτυρείται από το 1882 στον Ν. Γ. Πολίτη].