δενδροσκέπαστος
From LSJ
ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
-η, -ο- (για τόπους) σκεπασμένος με δένδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + σκεπάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αλ. Σούτσο].