δενδροσκεπής

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source

Greek Monolingual

(-ούς), -ές
ο δενδροσκέπαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + -σκεπής < σκέπας / σκέπος.