δευτέρωση

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67

Greek Monolingual

η (AM δευτέρωσις)
η επανάληψη
μσν.
το σύνολο τών ιουδαϊκών παραδόσεων
αρχ.
1. η δεύτερη σειρά ή τάξη.