δεύεσκον

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source

Russian (Dvoretsky)

δεύεσκον: эп. impf. iter. к δεύω I.