δημιουργητός

From LSJ

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source

Spanish (DGE)

-όν creado op. ἀΐδιος Iust.Phil.Coh.Gr.22.3.