δημοκρατούμαι

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544

Greek Monolingual

(Α δημοκρατοῦμαι, -έομαι, Μ δημοκρατῶ, -έω)
έχω δημοκρατικό πολίτευμα, διοικούμαι δημοκρατικά
μσν.
δημοκρατῶ
1. επικρατώ του αντίπαλου δήμου
2. στασιάζω, δημιουργώ οχλοκρατία
αρχ.
απρόσ. δημοκρατεῖται
κρατούν ή υπερισχύουν οι δημοκρατικές αρχές.