διάτρηση

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236

Greek Monolingual

η (AM διάτρησις) διατετραίνω
1. τρύπα, πόρος, αυλός
2. η ενέργεια για τη διάνοιξη οπής, διατρύπηση, τρύπημα
νεοελλ.
φρ. «διάτρηση στομάχου, εντέρων ή θώρακα» — απότομη διάνοιξη οπής με έγχυση του περιεχομένου τους στην περιτοναϊκή κοιλότητα
αρχ.
πόρος, αυλός οστού (Γαληνός).