διαβύνομαι

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Russian (Dvoretsky)

διαβύνομαι: (ῡ) быть продетым, проходить насквозь (πηδάλιον διὰ τῆς τρόπιος διαβύνεται Her.).