διαβύνομαι

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source

Russian (Dvoretsky)

διαβύνομαι: (ῡ) быть продетым, проходить насквозь (πηδάλιον διὰ τῆς τρόπιος διαβύνεται Her.).