διακεκλασμένως

From LSJ

ἔστι γὰρ ὁ φίλος ἄλλος αὐτός → a friend, you see, is another self

Source

Spanish (DGE)

adv. sobre el part. perf. pas. de διακλάω flojamente op. σπουδαίως (cf. διακλάω II 1) Nil.M.79.516.