σπουδαίως
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
English (Woodhouse)
(see also: σπουδαῖος) eagerly, earnestly
English (Strong)
adverb from σπουδαῖος; earnestly, promptly: diligently, instantly.
English (Thayer)
adverb of the preceding;
a. hastily, with haste: comparitive σπουδαιοτέρως (cf. Buttmann, 69 (61); Winer's Grammar, § 11,2c.), Winer's Grammar, 243 (228)).
b. diligently: L T Tr WH; earnestly, Luke 7:4.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 avec zèle;
2 avec diligence, avec soin;
3 sérieusement;
Cp. σπουδαιότερον ou σπουδαιοτέρως, Sp. σπουδαιότατα.
Étymologie: σπουδαῖος.
Russian (Dvoretsky)
σπουδαίως:
1 усердно, тщательно, заботливо (ποιεῖν τι Her., Arst.);
2 серьезно, с серьезным видом (ἐνδοῦναί τινί τι Xen.);
3 поспешно, скоро (πέμψαι τινά NT);
4 отлично, превосходно (τὴν ὑγίειαν ἔχειν καὶ σ. διακεῖσθαι Arst.).
Greek Monolingual
ΝΜΑ
επίρρ. βλ. σπουδαίος.
Chinese
原文音譯:spouda⋯wj 士鋪呆哦士
詞類次數:副詞(2)
原文字根:勤奮 正如
字義溯源:熱心地,急切地,熱切地,殷切地,趕緊的,切切的;源自(σπουδαῖος)=迅速的), (σπουδαῖος)出自(σπουδή)=急忙,急切),而 (σπουδή)又出自(σπεύδω)*=急速,熱心地)。註: (σπουδαῖος) (σπουδαῖος) (σπουδαίως) (σπουδαίως),這幾個編號的字意相似,各版本所選用的編號不盡相同。參讀 (σπεύδω)同源字
出現次數:總共(2);路(1);多(1)
譯字彙編:
1) 趕緊的(1) 多3:13;
2) 切切的(1) 路7:4
原文音譯:spoudaiotšrwj 士鋪呆哦帖羅士
詞類次數:副詞(1)
原文字根:勤奮 地
字義溯源:越發急速;源自(σπουδαῖος)=更殷切的), (σπουδαῖος)出自(σπουδαῖος)=迅速的), (σπουδαῖος)出自(σπουδή)=急忙,急切),而 (σπουδή)又出自(σπεύδω)*=急速)註: (σπουδαῖος) (σπουδαῖος) (σπουδαίως) (σπουδαίως),這幾個編號的字意相似,各版本所選用的編號不盡相同。參讀 (σπεύδω)同源字
出現次數:總共(1);腓(1)
譯字彙編:
1) 越發急速(1) 腓2:28