διανέστην

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333

French (Bailly abrégé)

ao.2 de διανίστημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διανέστην stamaor. van διανίσταμαι.

Russian (Dvoretsky)

διανέστην: aor. 2 к διανίσταμαι.