διανέστην
From LSJ
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
French (Bailly abrégé)
ao.2 de διανίστημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διανέστην stamaor. van διανίσταμαι.
Russian (Dvoretsky)
διανέστην: aor. 2 к διανίσταμαι.