Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διαπορθμευτικός

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c

German (Pape)

[Seite 597] ή, όν, zum Überfahren gehörig, geschickt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διαπορθμευτικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος πρὸς διαπόρθμευσιν. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐκκλ.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 transmisor, conductor φωτοδοσίας δ. ἕξις capacidad transmisora de la luminosidad Dion.Ar.CH 13.3, τῶν ἤχων δ. δύναμις Sud.s.u. διηχή, χρῶμα Sophon.in de An.74.13, cf. 10, Procl.in R.2.142.28.
2 adv. -ῶς como transmisor ἐκφαντορικῶς καὶ δ. τοὺς θεοφιλεῖς προσιεμένου admitiendo a los fieles como intérprete y transmisor Dion.Ar.CH 7.7.