διαριθμώ

From LSJ

πράξεις αἱ σοφαὶ τῶν σοφῶν ἀποστόλων → the wise acts of the wise Apostles

Source

Greek Monolingual

(AM διαριθμῶ, -έω)
μετράω πλήθος πραγμάτων ένα προς ένα
αρχ.
ταξινομώ μετά την αρίθμηση.