ταξινομώ
Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας -> Our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft.
Τhucydides, 2.40.1Ν
1. θέτω κατά προδιαγεγραμμένη τάξη, σύμφωνα με ορισμένο σύστημα, κατατάσσω σε ορισμένη σειρά
2. τακτοποιώ, διευθετώ
3. (κυρίως σε ταχυδρομείο) είμαι ταξινόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάξις + -νομώ (< -νόμος < νόμος), πρβλ. κληρο-νομώ. Το ρ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].