διαριθμώ

From LSJ

ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement

Source

Greek Monolingual

(AM διαριθμῶ, -έω)
μετράω πλήθος πραγμάτων ένα προς ένα
αρχ.
ταξινομώ μετά την αρίθμηση.