Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
v. διαρρήγνυμι.
διαρραγείης opt. aor. pass. 2 sing. van διαρρήγνυμι.