διασπορίζω

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source

Spanish (DGE)

dispersar, repartir en v. pas. (ἡ ψυχή) διεσπορισμένη εἰς πάντα τὰ μέλη Apoc.Sedr.10.2.