διαχειριστικός

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που σχετίζεται με τον διαχειριστή ή τη διαχείριση.