διισθμίζω
From LSJ
Οὔτοι ποθ᾽ οὑχθρός, οὐδ᾽ ὅταν θάνῃ, φίλος → One’s enemy does not become one’s friend when they die
Οὔτοι ποθ᾽ οὑχθρός, οὐδ᾽ ὅταν θάνῃ, φίλος → One’s enemy does not become one’s friend when they die
διισθμίζω: μέλλ. -ίσω, (ἰσθμός) ἕλκω, διαβιβάζω, διὰ τοῦ ἰσθμοῦ· πρβλ. ὑπερισθμίζω, Πολύβ. 4. 19, 7. ― Πρβλ. διειρύω, δίολκος.
διισθμίζω (Α) ισθμός
(για πλοία) τραβώ ένα πλοίο πέρα από τον ισθμό.