δικρανωτός

From LSJ

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
δικρανώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκρανο + -ωτός].