δισδέκατος

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Spanish (DGE)

(δισδέκᾰτος) -ον vigésimo ἔτος GVI 1098.7 (Tróade I/II d.C.).