δισκώ

From LSJ

Ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → Diu latere non queunt mendacia → Kein Lügner bleibt auf lange Zeit hin unentdeckt

Menander, Monostichoi, 547

Greek Monolingual

δισκῶ (-έω) και δισκεύω (Α) δίσκος
ρίχνω τον δίσκο
2. εξακοντίζω.