διχαλός

From LSJ

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
v. δίχηλος.

Russian (Dvoretsky)

διχᾱλός: дор. и поздн. = δίχηλος.