Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
ός, όν :v. δίχηλος.
διχᾱλός: дор. и поздн. = δίχηλος.